- Ν, ν
- (αρχαία ελληνικά νύ και νώ). Το δέκατο τρίτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από το σημιτικό  που παρίστανε τον φθόγγο nun (=ιχθύς). Σε όλα τα γνωστά αλφάβητα το σχήμα του ν βρισκόταν πάντα σε στενή σχέση με το σχήμα του μ. Στα αρχαιότερα αλφάβητα Κρήτης, Θήρας, Αττικής, Κορίνθου, το παρίσταναν αντίστοιχα ως , , ,  στη Χαλκίδα γραφόταν  στη Λοκρίδα  και στη Ναύκρατι . Μεταγενέστερες γραφές είναι , ,  (Αττική, Κυκλάδες, Εύβοια, Φωκίδα, Αρκαδία, Κόρινθος κ.α.), ενώ σε πολλές περιοχές της Ελλάδας γραφόταν όπως το σημερινό Ν. Στο κυπροφοινικό αλφάβητο είχε το σχήμα  και στο λυδικό . Στο ετρουσκικό αλφάβητο γραφόταν ως Μ στα ιταλικά αλφάβητα είχε τα σχήματα , , . Στο λατινικό αλφάβητο παριστανόταν ως , Ν και από το τελευταίο προήλθε το Ν των νεότερων ευρωπαϊκών αλφαβήτων. Από φωνητική άποψη το ν είναι ημίφωνος φθόγγος, ένρινος, ηχηρός, συνεχής και παράγεται (όπως και το μ) αν κατεβαστεί το υπερωικό ιστίο και βγει έτσι ο εκπεμπόμενος αέρας από τη ρινική κοιλότητα (που χρησιμεύει σαν αντηχητικός χώρος), με ταυτόχρονο σχηματισμό φραγμού με την τοποθέτηση της γλώσσας στα φατνία, δηλαδή στην ίδια χώρα όπου σχηματίζεται για να παραχθεί το δ (=d}. Για αυτό τον λόγο ν καλείται ένρινος φατνιακός η οδοντικός φθόγγος, σε αντιδιαστολή προς το μ που λέγεται ένρινος χειλικός. Αν η άκρη της γλώσσας εγγίσει το μπροστινό μέρος του ουρανίσκου, παράγεται το ουρανικό ν (νεοελληνικά: αρνιά, εννιά) που στη γαλλική και στην ιταλική γλώσσα δηλώνεται με το gn και στην ισπανική με το . Τέλος, αν το πίσω μέρος της γλώσσας εγγίσει το αντίστοιχο τμήμα του ουρανίσκου έχουμε τον υπερωικό ένρινο φθόγγο  (το άγμα των αρχαίων Γραμματικών), που συνανταται πριν από τα ουρανικά κ, γ, χ, ξ. Για να παραστήσουν οι αρχαίοι Έλληνες το φθόγγο αυτόν, επειδή δεν υπήρχε αντίστοιχο γράμμα στο σημιτικό αλφάβητο, χρησιμοποίησαν αρχικά το ν, όπως δείχνουν τα επιγραφικά ανκών, ενγύς, τυνχάνω, αλλά αργότερα το γ: αγκών, εγγύς, τυγχάνω. Το αρχαίο ελληνικό ν προήλθε από τα , , n, . (άγμα) της ινδοευρωπαϊκής μητέρας - γλώσσας: ινδοευρωπαϊκά nevos, mjetai, km, ο gos, ελληνικά νέος, μαίνεται, κνήμη, όνκος > όγκος. Σε ν επίσης κατέληξε το τελικό μ: ινδοευρωπαϊκό jugom, ελληνικό ζυγόν. Στα δωρικά ιδιώματα Πελοποννήσου, Σικελίας, Κάτω Ιταλίας απαντά μερικές φορές ν αντί λ: ενπίδες, φίντατος < ελπίδες, φίλτατος. Επειδή σε συμπλοκή με άλλα σύμφωνα είχε ασθενή προφορά, το ν υπέστη πολλές αλλοιώσεις και έγινε αιτία πολλών φωνητικών μεταβολών στις διάφορες διαλέκτους. Έτσι, στην κυπριακή αποβάλλεται πριν από σύμφωνο: a-to-ro-po-se (άνθρωπος), στην παμφυλιακή αποβάλλεται ομοίως, ενώ το άηχο κλειστό σύμφωνο που ακολουθεί γίνεται ηχηρό: πέντε > πέδε (=πέdε). Στην ίδια διάλεκτο αποβάλλεται και το τελικό ν: εγενόμαν > εγενόμα. Στην κρητική και στην αργεία το σύμπλεγμα νσ παραμένει αμετάβλητο στην αρχή και στο τέλος λέξης: μηνσί, ενς (=μησί, εις), ενώ στην αρκαδική και στη θεσσαλική παραμένει στη μέση λέξης αλλά απλοποιείται σε -ς στο τέλος λέξης χωρίς αντέκταση: πάνσαι, τος θεός (=πάσαι, τους θεούς). Στη λεσβιακή η αποβολή του ν στα συμπλέγματα avaj, ovaj, εvσj, προκάλεσε τη δημιουργία νέων γνήσιων διφθόγγων αι, οι, ει, ενώ στην ίδια διάλεκτο - καθώς και στη θεσσαλική - τα συμπλέγματα νσ, σν, vj κατέληξαν σε νν: έμενσα > έμεννα. Στις λοιπές διαλέκτους το νσ απλοποιείται γενικά σε σ με αντέκταση του προηγούμενου φωνήεντος: τονς θεόνς > τους θεούς (ιωνική-αττική), τως θεώς (δωρική), ή χωρίς αντέκταση, αν μετά το νσ ακολουθεί σύμφωνο: τριακονστός > τριακοστός. Το ν πριν από το λ, ρ, σ αφομοιώθηκε με αυτά, πριν από π, β, φ, ψ τράπηκε σε μ, και πριν από κ, γ, χ, ξ τράπηκε σε γ: συν-λογος>σύλλογος, συν-φέρω>συμφέρω, συν-χωρώ>συγχωρώ. Διατηρήθηκε όμως σε σύνθεση πριν από απλά ρ η σ καθώς και πριν από τα συμπλέγματα σβ, σκ, σμ, σπ, στ, σφ, σχ. Επίσης παρεμβλήθηκε στον παθητικό αόριστο μερικών ρημάτων: ιδρύθην>ιδρύνθην, ενώ μεγάλη επίδοση είχε το εφελκυστικό η ευφωνικό ν, που προστίθετο στην κατάληξη -σι της δοτικής των ονομάτων και του γ’ πληθυντικού προσώπου των ρημάτων, στις καταλήξεις -ε και -ι του γ’ ενικού των ρημάτων και σε μερικούς επιρρηματικούς και εγκλιτικούς τύπους.
Στη νέα ελληνική το τελικό ν της ονομαστικής και αιτιατικής ενικού των ονομάτων αποβάλλεται: το παιδίον > το παιδίν > το παιδί, το δένδρον > το δένδρο, τον κόσμο, τον κλέφτη (εκφωνείται ακόμα μόνο στα Δωδεκάνησα, Κύπρο κ.α.: το παιδίν, το τυρίν). Διατηρείται όμως σε αντωνυμικούς τύπους αρσενικού γένους προς διάκριση από το ουδέτερο, και στους ρηματικούς: αυτόν, εκείνον, φεύγουν, έφαγαν. Στους τύπους τον, την, το ν διατηρείται πριν από φωνήεν: τον αδελφό, τον Αλέκο, ενώ πριν από τα σύμφωνα κ, π, τ, ξ, ψ αφομοιώνεται σε γκ, μπ, ντ ((η)g, (m)b, (n)d, (n)gs, (m)bs): τον καιρό, τον πατέρα, τον ξάδελφο, τον ψηλό. Πριν από όλα τα άλλα σύμφωνα αποβάλλεται: το θρόνο, το χρόνο. Επίσης αποβλήθηκε το ν στο σύμπλεγμα νθ: πενθερός à πεθερός, κολοκύνθιονà κολοκύθι. Αντίθετα αναπτύχθηκε ν στις προσωπικές αντωνυμίες: εμένα, εσένα, και στον ενεστώτα και παρατατικό πολλών ρημάτων: δέρνω, δένω, φτύνω, διώχνω (από τα αρχαία δέρω, δέω, πτύω, διώκω), ενώ τα ρήματα της αρχαίας σε (-όω) -ώ, κατέληξαν σε -ώνω: δηλώ, δουλώ>δηλώνω, δουλώνω. Σε μικρότερη έκταση απαντά το προσθετικό ν στην αρχή λέξεων, που προήλθε από συνεκφορά στην αιτιατική: ο νοικοκύρης, η Νικαριά < οικοκύρης, Ικαρία.
Νν
Νν
Νν
Dictionary of Greek. 2013.